- άμυρος
- (I)ἄμυρος, -ον (Α)(για τόπους) υγρός, γεμάτος νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- επιτατ. + μύρω-μύρομαι «ρέω, κυλώ, στάζω (για υγρά)»].————————(II)-ον (Α ἄμυρος) [μῡρον]1. ο δίχως μυρωδιά, αμύριστος, άοσμος2. ο δίχως μύρο, αμύρωτος, μη αρωματικός.
Dictionary of Greek. 2013.